ἀ. ἐξ ἁλός Anth. — морской улов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγρέμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρέμιος — ἀγρέμιος, ον (Α) [ἄγρα] 1. αυτός που πιάστηκε σε κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τo αγρέμιον, η άγρα, το κυνήγι … Dictionary of Greek